Greek Meaning of trapping
παγίδευση
Other Greek words related to παγίδευση
Nearest Words of trapping
Definitions and Meaning of trapping in English
trapping (n)
stable gear consisting of a decorated covering for a horse, especially (formerly) for a warhorse
trapping (p. pr. & vb. n.)
of Trap
FAQs About the word trapping
παγίδευση
stable gear consisting of a decorated covering for a horse, especially (formerly) for a warhorseof Trap
Ελκυστικό,σαγηνευτικός,λαθροθηρία,μπερδέματος,σύλληψη,Εμπλοκή,μπερδεμένος,μπλεγμένος,κουραστικός,εμπλέκοντας
εκκαθάριση,αποσπώντας,αποσύνδεσης,ξεμπέρδεμα,απελευθερωτικό,ξεμπέρδεμα,απελευθέρωση,απελευθερωτικός
trapper's tea => Τσάι του κυνηγού, trapper => παγιδευτής, trapped => παγιδευμένος, trappean => τραπεζικός, traphole => παγίδα,