Greek Meaning of miring

κολλημένος

Other Greek words related to κολλημένος

Definitions and Meaning of miring in English

Webster

miring (p. pr. & vb. n.)

of Mire

FAQs About the word miring

κολλημένος

of Mire

δυσφήμηση,μαύρισμα,λερώνοντας,ανοησίες,θόλωση,μόλυνση,Χρώση,καθαρισμός,μόλυνση,ρύπανση

βούρτσισμα,καθαρισμός,καθαρισμός,κάθαρση,καθαριστικός,σάρωση,Σκούπισμα,απολύμανση,Ξεσκόνισμα,καθάρισμα

miriness => λασπώδες, mirificent => θαυμάσιος, mirifical => θαυμαστός, mirific => εξαιρετική, miridae => Μυρίδες,