Greek Meaning of laundering
Ξέπλυμα χρήματος
Other Greek words related to Ξέπλυμα χρήματος
- Λογοκρισία
- Επεξεργασία
- συντόμευση
- λογοκρισία
- καθαρισμός (πάνω)
- καθαρισμός
- κόψιμο
- διαγραφή
- εκκαθάριση
- κάθαρση
- καθαριστικός
- επιμέλεια με κόκκινο μολύβι
- αναθεώρηση
- σύντμηση
- Bleeping
- αναλαμπή
- μπλε μολύβι
- επικριτικός
- καταδικαστικός
- καταγγέλλοντας
- εξετάζω
- εκτομή
- εξάλειψη
- εκσπλαχνισμός
- καταπιεστικός
- προβολή
- εξεταστικός
- σιωπηρή
- κατασταλτικός
Nearest Words of laundering
Definitions and Meaning of laundering in English
laundering (n)
washing clothes and bed linens
laundering (p. pr. & vb. n.)
of Launder
laundering (n.)
The act, or occupation, of one who launders; washing and ironing.
FAQs About the word laundering
Ξέπλυμα χρήματος
washing clothes and bed linensof Launder, The act, or occupation, of one who launders; washing and ironing.
Λογοκρισία,Επεξεργασία,συντόμευση,λογοκρισία,καθαρισμός (πάνω),καθαρισμός,κόψιμο,διαγραφή,εκκαθάριση,κάθαρση
Εγκριτικός,εξουσιοδοτώντας,επιβάλλων κυρώσεις
launderette => Αυτοεξυπηρετούμενο πλυντήριο, launderer => πλυντής, laundered => πλυμένο, launder => ξέπλυμα χρήματος, laund => Πλύση,