Greek Meaning of laundered

πλυμένο

Other Greek words related to πλυμένο

Definitions and Meaning of laundered in English

Webster

laundered (imp. & p. p.)

of Launder

FAQs About the word laundered

πλυμένο

of Launder

λογοκριμένος,<br> επεξεργασμένο<br>,συντομευμένο,λογοκριμένος,καθαρισμένος,Καθαρισμένο,διαγραμμένο,εξαγνισμένος,καθαρίζω,καθαρισμένος

εγκρίθηκε,εξουσιοδοτημένος,κυρώσεις

launder => ξέπλυμα χρήματος, laund => Πλύση, launchpad => εξέδρα εκτόξευσης, launching site => Τόπος εκτόξευσης, launching pad => Εκτοξευτής,