Greek Meaning of bowdlerized

λογοκριμένος

Other Greek words related to λογοκριμένος

Definitions and Meaning of bowdlerized in English

Webster

bowdlerized (imp. & p. p.)

of Bowdlerize

FAQs About the word bowdlerized

λογοκριμένος

of Bowdlerize

λογοκριμένος,<br> επεξεργασμένο<br>,συντομευμένο,διαγραμμένο,εξαγνισμένος,πλυμένο,εξεταστείσα,συντομευμένος,μπιπ,γράφτηκε με μπλε μολύβι

εγκρίθηκε,εξουσιοδοτημένος,κυρώσεις

bowdlerize => λογοκρίνω, bowdlerization => λογοκρισία, bowdlerism => λογοκρισία, bowdleriser => λογοκριτής, bowdlerise => λογοκρίνω,