Greek Meaning of blue-penciled

γράφτηκε με μπλε μολύβι

Other Greek words related to γράφτηκε με μπλε μολύβι

Definitions and Meaning of blue-penciled in English

blue-penciled

a writing instrument used for editing, to edit especially by shortening or deletion, the act or practice of blue-penciling

FAQs About the word blue-penciled

γράφτηκε με μπλε μολύβι

a writing instrument used for editing, to edit especially by shortening or deletion, the act or practice of blue-penciling

ματαιωμένο,ακυρώθηκε,διαγραμμένο,διαγραμμένο,αποβλήθηκε,λογοκριμένος,διαγραμμένο,(επεξεργασμένο (έξω)),διαγραμμένος,σκότωσα

διορθωμένο

bluenosed => πουριτανικός, blue water => γαλάζιο νερό, blue racers => Μπλε δρομέας, blue laws => μπλε νόμοι, blue in the face => μπλε στο πρόσωπο,