Greek Meaning of erased
διαγραμμένος
Other Greek words related to διαγραμμένος
- καταργήθηκε
- κατεστραμμένος
- εξαλειμμένος
- εξαντλημένος
- σβησμένο
- ματαιωμένο
- ακυρώθηκε
- κατεδαφισμένο
- σβήστηκε
- εκκαθαρισμένο
- εκριζώθηκε
- εκκαθαρισμένος
- εξαλείφθηκε
- θρυμματισμένος
- εξαλειφθεί
- καθαρισμένος
- ριζωμένος
- Σφραγισμένο (έξω)
- σάρωσε (μακριά)
- ανατιναγμένη
- παύλα
- δεκατισμένος
- κατεστραμμένος, ερειπωμένος
- καταβροχθίστηκε
- απορριφθεί
- αποσυναρμολογημένο
- διαλυμένος
- καταδικασμένος
- εκτοπισμένος
- αποκομμένο
- εκδιωκόμενος
- τελειωμένος
- επίπεδο
- αποσπασματικό
- σκότωσα
- σκονισμένος
- τριμμένο
- κατεστραμμένο
- κατεδαφισμένος
- κατεστραμμένος
- συντριμμένος
- λήξη
- συνολικό
- σύνολο
- σπαταλημένος
- βυθισμένο
- ατομοποιημένος
- λιποθύμησε
- καταναλώνεται
- κομμένο (κάτω)
- διαγραμμένο
- σβησμένο (έξω)
- θρυμματισμένος
- κατέδαφισε
- κατασκευασμένο
- Διαμορφωμένο
- έκανε
- συντηρημένο
- προστατευμένο
- αποθηκευμένο
- κατασκευασμένος
- δημιούργησε
- συντηρημένο
- επινοημένος
- διαμορφωμένο
- σταθερός
- σφυρηλατημένος
- πλαισιωμένο
- κατασκευασμένος
- ανακατασκευασμένος
- ανανεωμένος
- επισκευάστηκε
- αποκατεστημένος
- διαμορφωμένος
- ξαναχτίστηκε
- επισκευασμένο
- μπαλωμένο
- ανακαινισμένο
- ανανεωμένο
Nearest Words of erased
- erase => σβήνω
- erasable programmable read-only memory => Εξαλείψιμη προγραμματιζόμενη μνήμη μόνο για ανάγνωση
- erasable => διαγράφω
- eras => εποχές
- eranthis hyemalis => Χειμωνιά
- eranthis => Χριστολούλουδο
- eragrostis tef => Τεφ
- eragrostis curvula => Αγκρωστις
- eragrostis => Eragrostis
- eragrostic abyssinica => Λέπτουρας ο Αβυσσηνικός
Definitions and Meaning of erased in English
erased (imp. & p. p.)
of Erase
erased (p. pr. & a.)
Rubbed or scraped out; effaced; obliterated.
Represented with jagged and uneven edges, as is torn off; -- used esp. of the head or limb of a beast. Cf. Couped.
FAQs About the word erased
διαγραμμένος
of Erase, Rubbed or scraped out; effaced; obliterated., Represented with jagged and uneven edges, as is torn off; -- used esp. of the head or limb of a beast. C
καταργήθηκε,κατεστραμμένος,εξαλειμμένος,εξαντλημένος,σβησμένο,ματαιωμένο,ακυρώθηκε,κατεδαφισμένο,σβήστηκε,εκκαθαρισμένο
κατασκευασμένο,Διαμορφωμένο,έκανε,συντηρημένο,προστατευμένο,αποθηκευμένο,κατασκευασμένος,δημιούργησε,συντηρημένο,επινοημένος
erase => σβήνω, erasable programmable read-only memory => Εξαλείψιμη προγραμματιζόμενη μνήμη μόνο για ανάγνωση, erasable => διαγράφω, eras => εποχές, eranthis hyemalis => Χειμωνιά,