Greek Meaning of fashioned
διαμορφωμένο
Other Greek words related to διαμορφωμένο
- προσαρμοσμένος
- προσαρμοσμένο
- διαμορφωμένος
- κατάλληλος
- Εξατομικευμένο
- σύμφωνος
- εγκλιματισμένος
- εγκλιματισμένος
- καταλύματα
- τροποποιημένο
- εξαρτημένος από κάποιον όρο
- παραποιημένο
- <br> επεξεργασμένο<br>
- κατάλληλο
- προσαρμοσμένο
- ταιριαστό
- μοντελοποιημένο
- τροποποιημένο
- προετοιμασμένος
- βάζω
- Προσαρμοσμένο
- συνηθισμένος
- γνωστός
- συντονισμένος
- λυγισμένος
- διορθωμένο
- Εξοπλισμένος
- καθιερωμένος
- εξοικειωμένος
- Ενσύρματο
- συνήθης
- σκληρυμένο
- εναρμονισμένος
- συνηθισμένος
- μοντελοποιημένο
- πολιτογραφημένος
- προσανατολισμένος
- προσανατολισμένος
- Πρότυπο
- ασταρωμένο
- ανακατασκευάζω
- ανακτημένο
- ρυθμιζόμενο
- προβλεπόμενος
- ξαναφτιάχτηκε
- αναθεωρημένο
- στημένος
- ριζωμένος
- έμπειρος
- εγκαταστημένος
- στο τετράγωνο
- σκληρυμένο
- εκπαιδευμένος
- μεταμορφωμένος
- συντονισμένος
- μετατραπεί
- ξαναφτιαγμένο
- Προσαρμοσμένος
- έτοιμος
- Αναπροσαρμοσμένο
- ανακυκλωμένο
- επανασχεδιάζω
- ανακατασκευασμένο
- μηχανική ανακατασκευή
- αναδιαμορφωμένο
- Ανακαινισμένο
- εστίασε ξανά
- επανεφεύρεση
- ανακαινισμένο
- ανανεωμένο
- επανεξετασμένο
Nearest Words of fashioned
- fashionably => με μοντέρνο τρόπο
- fashionableness => μόδα
- fashionable => μοντέρνος
- fashion plate => Μόδα επιπέδου
- fashion model => Μοντέλο
- fashion industry => βιομηχανία μόδας
- fashion designer => σχεδιαστής μόδας
- fashion consultant => Σύμβουλος μόδας
- fashion business => Βιομηχανία μόδας
- fashion arbiter => Απόφθεγμα μόδας
Definitions and Meaning of fashioned in English
fashioned (s)
planned and made or fashioned artistically
fashioned (imp. & p. p.)
of Fashion
fashioned (a.)
Having a certain style or fashion; as old-fashioned; new-fashioned.
FAQs About the word fashioned
διαμορφωμένο
planned and made or fashioned artisticallyof Fashion, Having a certain style or fashion; as old-fashioned; new-fashioned.
προσαρμοσμένος,προσαρμοσμένο,διαμορφωμένος,κατάλληλος,Εξατομικευμένο,σύμφωνος,εγκλιματισμένος,εγκλιματισμένος,καταλύματα,τροποποιημένο
Άσχημα προσαρμοσμένο
fashionably => με μοντέρνο τρόπο, fashionableness => μόδα, fashionable => μοντέρνος, fashion plate => Μόδα επιπέδου, fashion model => Μοντέλο,