Greek Meaning of patterned

Πρότυπο

Other Greek words related to Πρότυπο

Definitions and Meaning of patterned in English

Wordnet

patterned (a)

having patterns (especially colorful patterns)

Webster

patterned (imp. & p. p.)

of Pattern

FAQs About the word patterned

Πρότυπο

having patterns (especially colorful patterns)of Pattern

καρό,με κουκκίδες ,φανταχτερός,μαρμαροειδής,Κηλιδωτός,καρό,επιδεικτικός,ριγέ,Λωρίδων,γενναίος

Άχρωμο,μονόχρωμος,μονότονο,στερεός,αχρωματικός,χλωριωμένο,ξεθωριασμένος,γκρι,γκρί,Μονόχρωμος

pattern => μοτίβο, pattering => θόρυβος, patterer => τυμπανιστής, pattered => Διάφορα σχέδια, patter => θόρυβος,