Greek Meaning of self-colored

μονόχρωμος

Other Greek words related to μονόχρωμος

Definitions and Meaning of self-colored in English

Wordnet

self-colored (s)

of the same color throughout

FAQs About the word self-colored

μονόχρωμος

of the same color throughout

ουδέτερος,εαυτό,στερεός,αχρωματικός,μονόχρωμος,Μονόχρωμος,Μονόχρωμος

χρωματικός,πολύχρωμο,στίγματα,κουκκιδωτός,καλειδοσκοπικός,μαρμαροειδής,πολύχρωμος,Πολυχρωματικός,Πολύχρωμος,ουράνιο τόξο

self-color => μονόχρωμος, self-collected => αυτοσυλλεγμένος, self-charity => αυτοφιλία, self-centring => αυτοκεντρικό, self-centred => εγωκεντρικός,