Greek Meaning of plaid
καρό
Other Greek words related to καρό
- καρό
- με κουκκίδες
- φανταχτερός
- φανταχτερός
- Πρότυπο
- καρό
- ριγέ
- γενναίος
- εξαιρετικό
- έγχρωμος
- στίγματα
- κουκκιδωτός
- χτυπητός
- κηλιδωμένος
- Ιριδίζων
- δυνατός
- μαρμαροειδής
- Κηλιδωτός
- Δίχρωμος
- πολύχρωμος
- άσπρος με μαύρες βούλες
- πόδια
- πίντο
- επιδεικτικός
- Φακιδωμένος
- στικτός
- πιτσιλίσματος
- Ζωηρός
- Λωρίδων
- αποκλεισμένος
- δίχρωμο
- δίχρωμος
- φωτεινό
- Μάρμαρο
- δασύμαλλος
- χρωματικός
- πολύχρωμο
- Δίχρωμο
- ομοφυλόφιλος
- καλειδοσκοπικός
- ποικιλόμορφος
- πολύχρωμος
- οπαλίνες
- Πολυχρωματικός
- Πολύχρωμος
- πρισματικός
- ουράνιο τόξο
- Στιγμένος
- ριγέ
- ραβδωτός
- τριχρωμία
- τρίχρωμο
- Τρίχρωμο
- ποικιλόχρωμος
- ποικίλω
- ποικίλος
- διάφοροι
- Πολύχρωμο
- δίχρωμος
- δίχρωμος
Nearest Words of plaid
Definitions and Meaning of plaid in English
plaid (n)
a cloth having a crisscross design
plaid (n.)
A rectangular garment or piece of cloth, usually made of the checkered material called tartan, but sometimes of plain gray, or gray with black stripes. It is worn by both sexes in Scotland.
Goods of any quality or material of the pattern of a plaid or tartan; a checkered cloth or pattern.
plaid (a.)
Having a pattern or colors which resemble a Scotch plaid; checkered or marked with bars or stripes at right angles to one another; as, plaid muslin.
FAQs About the word plaid
καρό
a cloth having a crisscross designA rectangular garment or piece of cloth, usually made of the checkered material called tartan, but sometimes of plain gray, or
καρό,με κουκκίδες ,φανταχτερός,φανταχτερός,Πρότυπο,καρό,ριγέ,γενναίος,εξαιρετικό,έγχρωμος
αχρωματικός,Άχρωμο,ξεθωριασμένος,γκρι,γκρί,μονόχρωμος,μονότονο,στερεός,χλωριωμένο,Αδύναμος
plaice => Καλαμάρι, plaguy => καταραμένος, plaguing => βασανίζει, plaguily => ενοχλητικά, plaguey => ενοχλητικός,