Greek Meaning of dappled
κουκκιδωτός
Other Greek words related to κουκκιδωτός
- με κουκκίδες
- κηλιδωμένος
- Φακιδωμένος
- έγχρωμος
- πολύχρωμο
- φαιομυγάς
- Κηλιδωτός
- ουράνιο τόξο
- στικτός
- Στραβοκράτημα
- Στιγμένος
- στιγματισμένος
- ποικίλος
- φλεβώδης
- κηλιδωμένος
- κακοτυπωμένο
- χρωματικός
- μαρμαροειδής
- μοιρέ
- μουαρέ
- πολύχρωμος
- Πολύχρωμο
- πίντο
- Πολυχρωματικός
- Πολύχρωμος
- πρισματικός
- ροάν
- άστραφτερό
- κηλιδωτός
- ποικιλόχρωμος
Nearest Words of dappled
Definitions and Meaning of dappled in English
dappled (s)
having spots or patches of color
dappled (a.)
Marked with spots of different shades of color; spotted; variegated; as, a dapple horse.
dappled (imp. & p. p.)
of Dapple
FAQs About the word dappled
κουκκιδωτός
having spots or patches of colorMarked with spots of different shades of color; spotted; variegated; as, a dapple horse., of Dapple
με κουκκίδες ,κηλιδωμένος,Φακιδωμένος,έγχρωμος,πολύχρωμο,φαιομυγάς,Κηλιδωτός,ουράνιο τόξο,στικτός,Στραβοκράτημα
στερεός,ακηλίδωτος
dapple => στίγματα, dapperness => στιλ, dapperling => γελάστης, dapper => καλοντυμένος, dapifer => Επίτροπος,