Greek Meaning of pinto
πίντο
Other Greek words related to πίντο
- κόλπος
- κάστανο
- Φουτζόφ
- δουν
- παλομίνο
- Ιππόδρομος
- ροάν
- Ξινίδα
- αλογάκι
- μπρόνκο
- φορτιστής
- Πουλάρι
- δρομέας
- βοδινό άλογο
- Cutting horse
- ντόμπιν
- πουλάρι
- πουλάρι
- καλπαστής
- Γκελντινγκ
- χάκινγκ
- Hackney
- άλογο
- νεφρίτης
- φοράδα
- τοποθετώ
- μούσταγκ
- Υποζύγιο
- πόνι
- πρανσάρ
- Το άλογο Quarter
- Σέλα αλόγου
- σκέιτμπορντ
- Γκριζωπός
- επιβήτορας
- Πολεμικό άλογο
- Άλογο εργασίας
- ίππος
- ιπποειδής
- γκρινιάζω
- βύσμα
- άλογο
Nearest Words of pinto
Definitions and Meaning of pinto in English
pinto (n)
a spotted or calico horse or pony
pinto (a.)
Lit., painted; hence, piebald; mottled; pied.
pinto (n.)
Any pied animal; esp., a pied or painted horse.
FAQs About the word pinto
πίντο
a spotted or calico horse or ponyLit., painted; hence, piebald; mottled; pied., Any pied animal; esp., a pied or painted horse.
κόλπος,κάστανο,Φουτζόφ,δουν,παλομίνο,Ιππόδρομος,ροάν,Ξινίδα,αλογάκι,μπρόνκο
μονόχρωμος,Μονόχρωμος,στερεός,Μονόχρωμος
pintle => καρφί, pinter => Πίντα, pin-tailed sandgrouse => Κιμωλιάτης, pin-tailed grouse => Φασιανός, pin-tailed duck => Πρασινοκέφαλη,