Greek Meaning of bronco
μπρόνκο
Other Greek words related to μπρόνκο
- Πουλάρι
- φοράδα
- μούσταγκ
- πόνι
- επιβήτορας
- κόλπος
- φορτιστής
- πουλάρι
- πουλάρι
- Γκελντινγκ
- χάκινγκ
- άλογο
- τοποθετώ
- Υποζύγιο
- παλομίνο
- πίντο
- Το άλογο Quarter
- Ιππόδρομος
- ροάν
- Σέλα αλόγου
- αλογάκι
- Πολεμικό άλογο
- κάστανο
- Φουτζόφ
- δρομέας
- βοδινό άλογο
- Cutting horse
- δουν
- ίππος
- ιπποειδής
- καλπαστής
- Hackney
- γκρινιάζω
- πρανσάρ
- σκέιτμπορντ
- Γκριζωπός
- Ξινίδα
- άλογο
- Άλογο εργασίας
Nearest Words of bronco
- bronchus => βρόγχος
- bronchotomy => Βρογχοτομή
- bronchotome => Βρογχοτόμος
- bronchospasm => βρογχόσπασμος
- bronchoscopic smear => Βρογχοσκοπικό επίχρισμα
- bronchoscopic => βρογχοσκοπικός
- bronchoscope => Βρογχοσκόπιο
- broncho-pneumonia => Βρογχοπνευμονία
- bronchopneumonia => Βρογχοπνευμονία
- bronchophony => Βρογχοφωνία
- bronco busting => Doma de caballos
- broncobuster => Μπρονκομπάστερ
- brond => Μπροντ
- bronislaw kasper malinowski => Μπρονισλάβ Κάσπερ Μαλινόφσκι
- bronislaw malinowski => Μπρονισλάβ Μαλινόφσκι
- bronte => Μπροντέ
- bronte sisters => Αδελφές Μπροντέ
- brontograph => βροντογράφος
- brontolite => Βροντολίτης
- brontolith => Βροντολίθης
Definitions and Meaning of bronco in English
bronco (n)
an unbroken or imperfectly broken mustang
bronco (n.)
Same as Broncho.
FAQs About the word bronco
μπρόνκο
an unbroken or imperfectly broken mustangSame as Broncho.
Πουλάρι,φοράδα,μούσταγκ,πόνι,επιβήτορας,κόλπος,φορτιστής,πουλάρι,πουλάρι,Γκελντινγκ
No antonyms found.
bronchus => βρόγχος, bronchotomy => Βρογχοτομή, bronchotome => Βρογχοτόμος, bronchospasm => βρογχόσπασμος, bronchoscopic smear => Βρογχοσκοπικό επίχρισμα,