Greek Meaning of workhorse
Άλογο εργασίας
Other Greek words related to Άλογο εργασίας
- μπρόνκο
- φορτιστής
- βοδινό άλογο
- χάκινγκ
- τοποθετώ
- Υποζύγιο
- πόνι
- Το άλογο Quarter
- Ιππόδρομος
- Σέλα αλόγου
- αλογάκι
- Πολεμικό άλογο
- κόλπος
- κάστανο
- Πουλάρι
- δρομέας
- δουν
- πουλάρι
- πουλάρι
- καλπαστής
- Γκελντινγκ
- Hackney
- άλογο
- φοράδα
- μούσταγκ
- παλομίνο
- πίντο
- πρανσάρ
- ροάν
- Ξινίδα
- επιβήτορας
- Cutting horse
- Φουτζόφ
- ντόμπιν
- ίππος
- ιπποειδής
- νεφρίτης
- γκρινιάζω
- βύσμα
- σκέιτμπορντ
- Γκριζωπός
- άλογο
Nearest Words of workhorse
- workhouse => εργαστήριο
- workhouses => φτωχοκομεία
- work-in => εργασία σε εξέλιξη
- working => λειτουργική
- working agreement => Σύμβαση εργασίας
- working capital => κεφάλαια κίνησης
- working class => Εργατική τάξη
- working day => Εργάσιμη ημέρα
- working dog => Σκύλος εργασίας
- working girl => Εργαζόμενη γυναίκα
Definitions and Meaning of workhorse in English
workhorse (n)
machine that performs dependably under heavy use
a horse used for plowing and hauling and other heavy labor
FAQs About the word workhorse
Άλογο εργασίας
machine that performs dependably under heavy use, a horse used for plowing and hauling and other heavy labor
μπρόνκο,φορτιστής,βοδινό άλογο,χάκινγκ,τοποθετώ,Υποζύγιο,πόνι,Το άλογο Quarter,Ιππόδρομος,Σέλα αλόγου
τεμπέλης,τεμπέλης,κωλοβάρελος,τεμπελιά,γυμνοσάλιαγκας,Τεμπέλης,τεμπελιάρης,τεμπέλης
workful => εργατικός, workforce => εργατικό δυναμικό, workfolk => εργαζόμενοι, workflow => Ροή εργασίας, workfellow => συνάδελφος,