Greek Meaning of workhorse

Άλογο εργασίας

Other Greek words related to Άλογο εργασίας

Definitions and Meaning of workhorse in English

Wordnet

workhorse (n)

machine that performs dependably under heavy use

a horse used for plowing and hauling and other heavy labor

FAQs About the word workhorse

Άλογο εργασίας

machine that performs dependably under heavy use, a horse used for plowing and hauling and other heavy labor

μπρόνκο,φορτιστής,βοδινό άλογο,χάκινγκ,τοποθετώ,Υποζύγιο,πόνι,Το άλογο Quarter,Ιππόδρομος,Σέλα αλόγου

τεμπέλης,τεμπέλης,κωλοβάρελος,τεμπελιά,γυμνοσάλιαγκας,Τεμπέλης,τεμπελιάρης,τεμπέλης

workful => εργατικός, workforce => εργατικό δυναμικό, workfolk => εργαζόμενοι, workflow => Ροή εργασίας, workfellow => συνάδελφος,