Greek Meaning of spotty

κηλιδωτός

Other Greek words related to κηλιδωτός

Definitions and Meaning of spotty in English

Wordnet

spotty (s)

having spots or patches (small areas of contrasting color or texture)

lacking consistency

FAQs About the word spotty

κηλιδωτός

having spots or patches (small areas of contrasting color or texture), lacking consistency

ασταθής,διαλείπουσα,περιστασιακός,ασύμμετρος,ανεπίσημος,ανώμαλος,διακοπτόμενος,επεισοδιακό,σπασμωδικός,ακανόνιστος

σταθερά,συνεχής,ακόμα,συνήθης,περιοδικός,τακτικός,Επαναλαμβανόμενος,σταθερός,στάσιμος,σταθερός

spotting => διάστικτος, spotter => Παρατηρητής, spotted weakfish => Αμερικάνικη τσιπούρα, spotted water hemlock => Κώνειο το βεβαίων, spotted sunfish => Πανταχόφιδο,