Greek Meaning of spotty
κηλιδωτός
Other Greek words related to κηλιδωτός
- ασταθής
- διαλείπουσα
- περιστασιακός
- ασύμμετρος
- ανεπίσημος
- ανώμαλος
- διακοπτόμενος
- επεισοδιακό
- σπασμωδικός
- ακανόνιστος
- σπασμωδικός
- σπαστικός
- ξαφνικά
- απρόβλεπτος
- ασταθής
- ασταθής
- ασκόπως
- Αρκετός
- σπασμένο
- Καπριτσιόζος
- ελκυστικός
- μεταβλητός
- μεταβλητός
- σπασμωδικός
- αποσπασματικός
- αποσυνδεδεμένο
- Επεισοδιακός
- ευμετάβλητος
- διακυμάνσεις
- αποσπασματικό
- τυχαίος
- τυχαίος
- ασταθής
- διακοπείσα
- υδραργυρικός
- μεταβλητός
- μονός
- τυχαίος
- διασκορπισμένο
- πρόχειρος
- αδέσποτο
- _ιδιότροπος_
- αβέβαιος
- ανήσυχος
- ασταθής
- μεταβλητή
- μεταβλητός
- τυχαίος
Nearest Words of spotty
- spotting => διάστικτος
- spotter => Παρατηρητής
- spotted weakfish => Αμερικάνικη τσιπούρα
- spotted water hemlock => Κώνειο το βεβαίων
- spotted sunfish => Πανταχόφιδο
- spotted squeateague => Στικτό squeateague
- spotted skunk => Κηλιδωτή ασπάλαξ
- spotted sea trout => Στικτή θαλάσσια πέστροφα
- spotted sandpiper => Κοινός Αιγιαλίτης
- spotted salamander => Στικτή σαλαμάνδρα
- spotweld => συγκόλληση με σημεία
- spot-weld => Σημειακή συγκόλληση
- spot-welder => Βαθμοκολλητήρας
- spot-welding => Συγκόλληση με σημεία
- spousal => συζυγικός
- spousal equivalent => ισοδύναμο συζύγου
- spousal relationship => Σύζυγος σχέση
- spouse => σύζυγος
- spouse equivalent => ισοδύναμος σύζυγος
- spout => Βρύση
Definitions and Meaning of spotty in English
spotty (s)
having spots or patches (small areas of contrasting color or texture)
lacking consistency
FAQs About the word spotty
κηλιδωτός
having spots or patches (small areas of contrasting color or texture), lacking consistency
ασταθής,διαλείπουσα,περιστασιακός,ασύμμετρος,ανεπίσημος,ανώμαλος,διακοπτόμενος,επεισοδιακό,σπασμωδικός,ακανόνιστος
σταθερά,συνεχής,ακόμα,συνήθης,περιοδικός,τακτικός,Επαναλαμβανόμενος,σταθερός,στάσιμος,σταθερός
spotting => διάστικτος, spotter => Παρατηρητής, spotted weakfish => Αμερικάνικη τσιπούρα, spotted water hemlock => Κώνειο το βεβαίων, spotted sunfish => Πανταχόφιδο,