Greek Meaning of spasmodic

σπασμωδικός

Other Greek words related to σπασμωδικός

Definitions and Meaning of spasmodic in English

Wordnet

spasmodic (s)

affected by involuntary jerky muscular contractions; resembling a spasm

occurring in spells and often abruptly

FAQs About the word spasmodic

σπασμωδικός

affected by involuntary jerky muscular contractions; resembling a spasm, occurring in spells and often abruptly

ασταθής,διαλείπουσα,περιστασιακός,ξαφνικά,ασύμμετρος,ανεπίσημος,ανώμαλος,σπασμωδικός,διακοπτόμενος,επεισοδιακό

σταθερά,συνεχής,συνήθης,περιοδικός,τακτικός,Επαναλαμβανόμενος,σταθερός,ισόρροπος,ακόμα,μεθοδικός

spasm => Σπασμός, spartium junceum => σπάρτη, spartium => σπάρτο, spartina pectinmata => Spartina pectinmata, spartina cynosuroides => spartina cynosuroides,