Greek Meaning of spastic paralysis
Σπαστική παράλυση
Other Greek words related to Σπαστική παράλυση
Nearest Words of spastic paralysis
- spastic colon => Σύνδρομο ευερέθιστου εντέρου
- spastic bladder => Σπαστική ουροδόχος κύστη
- spastic abasia => Σπαστική αβασία
- spastic => σπαστικός
- spassky => Σπαςκy
- spasmolytic => σπασμολυτικό
- spasmolysis => Σπασμολυτική αγωγή
- spasmodically => σπασμωδικά
- spasmodic laryngitis => Σπασμωδική λαρυγγίτιδα
- spasmodic => σπασμωδικός
Definitions and Meaning of spastic paralysis in English
spastic paralysis (n)
a loss or deficiency of motor control with involuntary spasms caused by permanent brain damage present at birth
FAQs About the word spastic paralysis
Σπαστική παράλυση
a loss or deficiency of motor control with involuntary spasms caused by permanent brain damage present at birth
Εγκεφαλική παράλυση,Διπληγία,Αναπηρία,ημιπληγία,ανικανότητα,Σκλήρυνση κατά πλάκας,Παραπληγία,Παράλυση,Τετραπληγία,αδυναμία
κινητικότητα,αίσθηση,κινητικότητα
spastic colon => Σύνδρομο ευερέθιστου εντέρου, spastic bladder => Σπαστική ουροδόχος κύστη, spastic abasia => Σπαστική αβασία, spastic => σπαστικός, spassky => Σπαςκy,