Greek Meaning of spasticity
Σπαστικότητα
Other Greek words related to Σπαστικότητα
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of spasticity
- spastic paralysis => Σπαστική παράλυση
- spastic colon => Σύνδρομο ευερέθιστου εντέρου
- spastic bladder => Σπαστική ουροδόχος κύστη
- spastic abasia => Σπαστική αβασία
- spastic => σπαστικός
- spassky => Σπαςκy
- spasmolytic => σπασμολυτικό
- spasmolysis => Σπασμολυτική αγωγή
- spasmodically => σπασμωδικά
- spasmodic laryngitis => Σπασμωδική λαρυγγίτιδα
Definitions and Meaning of spasticity in English
spasticity (n)
the quality of moving or acting in spasms
FAQs About the word spasticity
Σπαστικότητα
the quality of moving or acting in spasms
No synonyms found.
No antonyms found.
spastic paralysis => Σπαστική παράλυση, spastic colon => Σύνδρομο ευερέθιστου εντέρου, spastic bladder => Σπαστική ουροδόχος κύστη, spastic abasia => Σπαστική αβασία, spastic => σπαστικός,