Greek Meaning of spat
φτύσιμο
Other Greek words related to φτύσιμο
- διαμάχη
- επιχείρημα
- διαπληκτίζομαι
- καβγάς
- διαμάχη
- διαφωνία
- διαμάχη
- μάχη
- καβγάς
- καβγάς
- Ανοησίες
- Βασιλική μάχη
- Σύγκρουση
- απρόοπτο
- συζήτηση
- διαμάχη
- Βεντέτα
- μπέρδεμα
- Kick-up
- παρεξήγηση
- Ρεβένι
- Σειρά
- έτοιμο
- αψιμαχία
- κόντρα
- πάλη
- τσακωμό
- Διασταυρούμενα πυρά
- Ντόννυμπρουκ
- διαφωνία
- Καβγάς
- διαμάχη
- διαμάχη
- διαφορά
- διαφωνία
- καυγάς
- καβγάς
- ξεφτίζω
- φασαρία
- φασαρία
- λογομαχία
- μάχη σώμα με σώμα
- ένσταση
- διαμαρτυρία
- διαμαρτυρία
- σκραπ
- Μπερδέματα
- βεντέτα
- καυγάς γατών
- διαφωνία
- μάχη σώμα με σώμα
- τσέκαρε
Nearest Words of spat
- spasticity => Σπαστικότητα
- spastic paralysis => Σπαστική παράλυση
- spastic colon => Σύνδρομο ευερέθιστου εντέρου
- spastic bladder => Σπαστική ουροδόχος κύστη
- spastic abasia => Σπαστική αβασία
- spastic => σπαστικός
- spassky => Σπαςκy
- spasmolytic => σπασμολυτικό
- spasmolysis => Σπασμολυτική αγωγή
- spasmodically => σπασμωδικά
Definitions and Meaning of spat in English
spat (n)
a quarrel about petty points
a cloth covering (a legging) that covers the instep and ankles
a young oyster or other bivalve
spat (v)
come down like raindrops
become permanently attached
strike with a sound like that of falling rain
clap one's hands or shout after performances to indicate approval
engage in a brief and petty quarrel
spawn
clap one's hands together
spat (n.)
A legging; a gaiter.
A kind of short cloth or leather gaiter worn over the upper part of the shoe and fastened beneath the instep; -- chiefly in pl.
FAQs About the word spat
φτύσιμο
a quarrel about petty points, a cloth covering (a legging) that covers the instep and ankles, a young oyster or other bivalve, come down like raindrops, become
διαμάχη,επιχείρημα,διαπληκτίζομαι,καβγάς,διαμάχη,διαφωνία,διαμάχη,μάχη,καβγάς,καβγάς
αποδέχομαι,Τα πάω καλά,συμφωνώ,Συνύπαρξη,συμφωνώ,συγκατάθεση,συγκατάθεση
spasticity => Σπαστικότητα, spastic paralysis => Σπαστική παράλυση, spastic colon => Σύνδρομο ευερέθιστου εντέρου, spastic bladder => Σπαστική ουροδόχος κύστη, spastic abasia => Σπαστική αβασία,