Greek Meaning of protestation

διαμαρτυρία

Other Greek words related to διαμαρτυρία

Definitions and Meaning of protestation in English

Wordnet

protestation (n)

a formal and solemn declaration of objection

a strong declaration of protest

FAQs About the word protestation

διαμαρτυρία

a formal and solemn declaration of objection, a strong declaration of protest

Ισχυρισμός,δήλωση,επιμονή,επιβεβαίωση,Κατηγορία,ανακοίνωση,επιχείρημα,βεβαίωση,ομολογία,Αίτηση

πρόκληση,άρνηση,αποποίηση ευθύνης,διαμάχη,ερώτηση,ανασκευή,διάψευση,αντίφαση,άρνηση,άρνηση

protestantism => Προτεσταντισμός, protestant reformation => Μεταρρύθμιση, protestant episcopal church => Προτεσταντική Επισκοπική Εκκλησία, protestant denomination => Προτεσταντική ομολογία, protestant deacon => διακόνος προτεσταντικών,