Greek Meaning of protestantism
Προτεσταντισμός
Other Greek words related to Προτεσταντισμός
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of protestantism
- protestant reformation => Μεταρρύθμιση
- protestant episcopal church => Προτεσταντική Επισκοπική Εκκλησία
- protestant denomination => Προτεσταντική ομολογία
- protestant deacon => διακόνος προτεσταντικών
- protestant church => Προτεσταντική εκκλησία
- protestant => Προτεστάντης
- protest march => Διαμαρτυρία
- protest => διαμαρτυρία
- proterozoic eon => Προτεροζωικός αιωνας
- proterozoic aeon => Πρωτεροζωικός αιώνας
Definitions and Meaning of protestantism in English
protestantism (n)
the theological system of any of the churches of western Christendom that separated from the Roman Catholic Church during the Reformation
FAQs About the word protestantism
Προτεσταντισμός
the theological system of any of the churches of western Christendom that separated from the Roman Catholic Church during the Reformation
No synonyms found.
No antonyms found.
protestant reformation => Μεταρρύθμιση, protestant episcopal church => Προτεσταντική Επισκοπική Εκκλησία, protestant denomination => Προτεσταντική ομολογία, protestant deacon => διακόνος προτεσταντικών, protestant church => Προτεσταντική εκκλησία,