Greek Meaning of concur
συμφωνώ
Other Greek words related to συμφωνώ
Nearest Words of concur
- concurrence => Ανταγωνισμός
- concurrency => Συντρέχουσα εκτέλεση
- concurrent => παράλληλος
- concurrent execution => Ταυτόχρονη εκτέλεση
- concurrent negligence => Συντρέχουσα αμέλεια
- concurrent operation => Συγχρονες λειτουργιες
- concurrently => Ταυτόχρονος
- concurring => σύμφωνος
- concurring opinion => σύμφωνη γνώμη
- concuss => διάσειση
Definitions and Meaning of concur in English
concur (v)
be in accord; be in agreement
happen simultaneously
FAQs About the word concur
συμφωνώ
be in accord; be in agreement, happen simultaneously
συμφωνώ,συμπίπτειν,συναινώ,συνεργαστώ,προσχωρώ,αποδέχομαι,συνεργάτης,συμφωνώ (σε),συνεργάτης,συμμορφώνω (με)
σύγκρουση,διαφέρουν,διαφωνώ,συγκρούονται,διαμάχη,διαφωνία,αντικείμενο,αντιτίθεμαι,αντιστέκομαι,διαχωρίζω
concupiscent => επιθυμητικός, concupiscence => επιθυμία, concubine => παλλακίδα, concubinage => παλλακεία, concretize => συγκεκριμενοποιώ,