Greek Meaning of concurrent
παράλληλος
Other Greek words related to παράλληλος
Nearest Words of concurrent
- concurrent execution => Ταυτόχρονη εκτέλεση
- concurrent negligence => Συντρέχουσα αμέλεια
- concurrent operation => Συγχρονες λειτουργιες
- concurrently => Ταυτόχρονος
- concurring => σύμφωνος
- concurring opinion => σύμφωνη γνώμη
- concuss => διάσειση
- concussion => Σύνδρομο διάσεισης
- condemn => καταδικάζω
- condemnable => καταδικαστέος
Definitions and Meaning of concurrent in English
concurrent (s)
occurring or operating at the same time
FAQs About the word concurrent
παράλληλος
occurring or operating at the same time
συμπτωματικός,τυχαίος,ταυτόχρονος,σύγχρονος,σύγχρονος,συνοδευτικός,σύγχρονος,ταυτόχρονος,σύγχρονος,Σύγχρονο
ασύγχρονος,όχι ταυτόχρονο,Ασύγχρονος,μη σύγχρονος
concurrency => Συντρέχουσα εκτέλεση, concurrence => Ανταγωνισμός, concur => συμφωνώ, concupiscent => επιθυμητικός, concupiscence => επιθυμία,