Greek Meaning of accompanying
συνοδευτικός
Other Greek words related to συνοδευτικός
Nearest Words of accompanying
Definitions and Meaning of accompanying in English
accompanying (s)
occurring with or following as a consequence
accompanying (p. pr. & vb. n.)
of Accompany
FAQs About the word accompanying
συνοδευτικός
occurring with or following as a consequenceof Accompany
συνδεδεμένος,Συμμετέχων,παρών,συμπτωματικός,τυχαίος,ταυτόχρονος,παράλληλος,Αποτέλεσμα,Επόμενος,επόμενος
μη συνδεδεμένος,άσχετο,Ασύνδετος
accompany => συνοδεύω, accompanist => Συνοδός, accompaniment => Συνοδεία, accompanier => συνοδός, accompanied => συνοδεύεται,