Greek Meaning of accommodator

προσαρμογέας

Other Greek words related to προσαρμογέας

Definitions and Meaning of accommodator in English

Wordnet

accommodator (n)

someone who performs a service or does a favor

Webster

accommodator (n.)

He who, or that which, accommodates.

FAQs About the word accommodator

προσαρμογέας

someone who performs a service or does a favorHe who, or that which, accommodates.

περιέχει,κατάλληλο,κρατώ,Κάθισμα,παίρνω,μεταφέρω,περιλαμβάνω,περιβάλλω,περιπλέκει,σπίτι

συγχέω,ακαταστασία,διαταράσσω,ενοχλώ,στραβός,αναστατωμένος,αποξενώνω,δυσαρμονία,αποδιοργανώνω,αποξενώνω

accommodative => προσαρμοστικό, accommodational => προσαρμοστικός, accommodation reflex => Αντανακλαστικό προσαρμογής, accommodation ladder => Σκάλα αποβίβασης, accommodation endorser => Χορηγός καταλυμάτων,