Greek Meaning of dissent
διαφωνία
Other Greek words related to διαφωνία
- σύγκρουση
- διχόνοια
- Διχόνοια
- Δισταγμός
- Τριβή
- Σχίσμα
- διαμάχη
- Πόλεμος
- πόλεμος
- διαφωνία
- διαμάχη
- επιχείρημα
- Σύγκρουση
- διαμάχη
- συζήτηση
- διαφωνία
- διαφωνία
- Δυσαρμονία
- διαμάχη
- διαφωνία
- Διαφωνία
- δυσαρμονία
- διχόνοια
- διχόνοια
- διαίρεση
- τμήμα
- Εχθρότητα
- διακύμανση
- εσωτερικές διαμάχες
- εχθρότητα
- ανταγωνισμός
- Αντιπάθεια
- διαπληκτίζομαι
- καβγάς
- Ψυχρός Πόλεμος
- σύγκρουση
- ανταγωνισμός
- έχθρα
- μάχη
- ρωγμή
- Κακή θέληση
- Ασυμβατότητα
- ασυμφωνία
- ασυμφωνία
- ασυνέπεια
- Δισαρμονία
- καβγάς
- μνησικακία
- Σειρά
- φτύσιμο
- καβγάς
- κόντρα
- τσακωμό
- διαφωνία
- τσέκαρε
Nearest Words of dissent
- dissensious => διχόνοια
- dissension => διαφωνία
- disseminator => Διαδότης
- disseminative => διασπειρόμενος
- dissemination => Διάδοση
- disseminating => διασπείροντας
- disseminated sclerosis => Σκλήρυνση κατά πλάκας
- disseminated multiple sclerosis => Σκλήρυνση κατά πλάκας
- disseminated lupus erythematosus => Συστηματικός ερυθηματώδης λύκος
- disseminated => διαδεδομένος
Definitions and Meaning of dissent in English
dissent (n)
(law) the difference of one judge's opinion from that of the majority
a difference of opinion
the act of protesting; a public (often organized) manifestation of dissent
dissent (v)
withhold assent
express opposition through action or words
be of different opinions
dissent (v. i.)
To differ in opinion; to be of unlike or contrary sentiment; to disagree; -- followed by from.
To differ from an established church in regard to doctrines, rites, or government.
To differ; to be of a contrary nature.
dissent (n.)
The act of dissenting; difference of opinion; refusal to adopt something proposed; nonagreement, nonconcurrence, or disagreement.
Separation from an established church, especially that of England; nonconformity.
Contrariety of nature; diversity in quality.
FAQs About the word dissent
διαφωνία
(law) the difference of one judge's opinion from that of the majority, a difference of opinion, the act of protesting; a public (often organized) manifestation
σύγκρουση,διχόνοια,Διχόνοια,Δισταγμός,Τριβή,Σχίσμα,διαμάχη,Πόλεμος,πόλεμος,διαφωνία
συμφωνία,συμφωνία,Αρμονία,Ειρήνη,ομόνοια,συμφωνία,Ανταγωνισμός,συνεργασία
dissensious => διχόνοια, dissension => διαφωνία, disseminator => Διαδότης, disseminative => διασπειρόμενος, dissemination => Διάδοση,