Greek Meaning of disseminator
Διαδότης
Other Greek words related to Διαδότης
Nearest Words of disseminator
- disseminative => διασπειρόμενος
- dissemination => Διάδοση
- disseminating => διασπείροντας
- disseminated sclerosis => Σκλήρυνση κατά πλάκας
- disseminated multiple sclerosis => Σκλήρυνση κατά πλάκας
- disseminated lupus erythematosus => Συστηματικός ερυθηματώδης λύκος
- disseminated => διαδεδομένος
- disseminate => Διαδίδω
- dissembling => προσποιούμενος
- dissembled => προσποιημένος
Definitions and Meaning of disseminator in English
disseminator (n)
someone who spreads the news
disseminator (n.)
One who, or that which, disseminates, spreads, or propagates; as, disseminators of disease.
FAQs About the word disseminator
Διαδότης
someone who spreads the newsOne who, or that which, disseminates, spreads, or propagates; as, disseminators of disease.
κυκλοφορεί,διαδώ,διαδίδω,μετάδοση,επικοινωνώ,διανέμω,παρέχει,μεταδίδω,μεταδίδω,διασπείρω
κρύβω,κρύβω,κρατώ (σε),ασαφής,εκκρίνω,πέπλο,Μανδύας,περιέχει,περιβάλλω,όριο
disseminative => διασπειρόμενος, dissemination => Διάδοση, disseminating => διασπείροντας, disseminated sclerosis => Σκλήρυνση κατά πλάκας, disseminated multiple sclerosis => Σκλήρυνση κατά πλάκας,