Greek Meaning of hold (in)
κρατώ (σε)
Other Greek words related to κρατώ (σε)
Nearest Words of hold (in)
- hold (past) => κρατούσε
- hold a brief for => κρατήστε μια σύντομη ενημέρωση για
- hold off (on) => αναβάλλω (σε)
- hold on (to) => κρατάω (από)
- hold on to => κράτα
- hold one's breath => Κρατήστε την ανάσα σας
- hold one's horses => Κρατήστε τα άλογά σας
- hold one's peace => σιωπή
- hold one's tongue => Να συγκρατείται κάποιος
- hold out (past) => κρατώ (παρελθόντας χρόνος)
Definitions and Meaning of hold (in) in English
hold (in)
to stop (an emotion) from being expressed
FAQs About the word hold (in)
κρατώ (σε)
to stop (an emotion) from being expressed
Μανδύας,κρύβω,κρύβω,Μάσκα,ασαφής,εκκρίνω,πέπλο,περιέχει,περιβάλλω,όριο
μετάδοση,κυκλοφορεί,Διαδίδω,διαδώ,διαδίδω,διανέμω,εκπέμπω,σπέρνω,διασπείρω,διαλύω
hold (back) => κρατάω, hokiness => ναΐφ, hokeypokey => Χόκεϊ επί πάγου, hokeyness => υπερβολή, hoists => γερανοί,