Greek Meaning of dissenting

διαφωνούντας

Other Greek words related to διαφωνούντας

Definitions and Meaning of dissenting in English

Wordnet

dissenting (s)

disagreeing, especially with a majority

Webster

dissenting (p. pr. & vb. n.)

of Dissent

FAQs About the word dissenting

διαφωνούντας

disagreeing, especially with a majorityof Dissent

διαφωνούντας,διαφωνών,αιρετικός,αιρετικός,ετερόδοξος,εικονοκλαστικός,αντικομφορμιστής,nonkonformistas,παράλογος,Αποσχιστής

συμβατικός,ορθόδοξος,συμμορφούμενος,συμμορφωμένος

dissentient => διαφωνών, dissentiate => διαφωνώ, dissenterism => αποστασία, dissenter => Διαφωνών, dissented => διαφωνία,