FAQs About the word dissert

συζητώ

To discourse or dispute; to discuss.

αναπτύσσω,θρησκοληρείν,απαγγέλλω,κηρύσσω,Μονόλογος,απαγγέλλω,λόγος,επεκτείνω,ρήτρα,διάλεξη

No antonyms found.

dissepiment => Διάφραγμα, dissentive => διαφωνών, dissentious => Διάφωνος, dissenting opinion => αντίθετη άποψη, dissenting => διαφωνούντας,