Greek Meaning of sectarian
σεκταριστικός
Other Greek words related to σεκταριστικός
- στενός
- ενοριακός
- ασήμαντος
- μικρός
- Αντιφιλελεύθερος
- νησιωτικός
- λιλιπούτειος
- μικρός
- Τετράγωνος
- μεροληπτικός
- επαρχιακός
- μικρόψυχος
- πεισματάρης
- προκατειλημμένος
- Φανατικός
- διαχωριστικός
- διακριτικός
- δογματικός
- δογματικός
- Ακίνητος
- άκαμπτος
- δυσανεκτός
- σιδεροδέσμιος
- ίκτερος
- περιορισμένος
- πεισματάρης
- πεισματάρης
- παλιομοδίτικος
- μονόπλευρος
- Γνώμη
- γνώμης
- μερικός
- ασήμαντος
- προκατειλημμένος
- αντιδραστικός
- άκαμπτος
- βαρετός
- συντηρητικός
- πνιγηρός
- Αγέλαστος
- αμετάπειστος
- εσφαλμένη
Nearest Words of sectarian
Definitions and Meaning of sectarian in English
sectarian (n)
a member of a sect
sectarian (a)
of or relating to or characteristic of a sect or sects
belonging to or characteristic of a sect
sectarian (n.)
Pertaining to a sect, or to sects; peculiar to a sect; bigotedly attached to the tenets and interests of a denomination; as, sectarian principles or prejudices.
One of a sect; a member or adherent of a special school, denomination, or religious or philosophical party; one of a party in religion which has separated itself from established church, or which holds tenets different from those of the prevailing denomination in a state.
FAQs About the word sectarian
σεκταριστικός
a member of a sect, of or relating to or characteristic of a sect or sects, belonging to or characteristic of a sectPertaining to a sect, or to sects; peculiar
στενός,ενοριακός,ασήμαντος,μικρός,Αντιφιλελεύθερος,νησιωτικός,λιλιπούτειος,μικρός,Τετράγωνος,μεροληπτικός
καθολικός,κοσμοπολίτης,φιλελεύθερος,ανοιχτό,δεκτικός,ανεκτικός,Μεγάλο πνεύμα,αμερόληπτος,ακομμάτιστος,Στόχος
sectant => αιρετικός, sect => αίρεση, secretory phase => εκκριτική φάση, secretory organ => Αδενικό όργανο, secretory => εκκριτικό,