Greek Meaning of insular
νησιωτικός
Other Greek words related to νησιωτικός
- στενός
- ενοριακός
- ασήμαντος
- μικρός
- Αντιφιλελεύθερος
- λιλιπούτειος
- μικρός
- Τετράγωνος
- ασήμαντος
- επαρχιακός
- άκαμπτος
- σεκταριστικός
- μικρόψυχος
- πεισματάρης
- προκατειλημμένος
- Φανατικός
- διαχωριστικός
- διακριτικός
- δογματικός
- δογματικός
- Ακίνητος
- άκαμπτος
- δυσανεκτός
- σιδεροδέσμιος
- ίκτερος
- περιορισμένος
- πεισματάρης
- πεισματάρης
- παλιομοδίτικος
- μονόπλευρος
- Γνώμη
- γνώμης
- μερικός
- μεροληπτικός
- προκατειλημμένος
- αντιδραστικός
- βαρετός
- Συντηρητικός
- συντηρητικός
- πνιγηρός
- Αγέλαστος
- αμετάπειστος
- εσφαλμένη
Nearest Words of insular
Definitions and Meaning of insular in English
insular (a)
relating to or characteristic of or situated on an island
insular (s)
suggestive of the isolated life of an island
narrowly restricted in outlook or scope
insular (a.)
Of or pertaining to an island; of the nature, or possessing the characteristics, of an island; as, an insular climate, fauna, etc.
Of or pertaining to the people of an island; narrow; circumscribed; illiberal; contracted; as, insular habits, opinions, or prejudices.
insular (n.)
An islander.
FAQs About the word insular
νησιωτικός
relating to or characteristic of or situated on an island, suggestive of the isolated life of an island, narrowly restricted in outlook or scopeOf or pertaining
στενός,ενοριακός,ασήμαντος,μικρός,Αντιφιλελεύθερος,λιλιπούτειος,μικρός,Τετράγωνος,ασήμαντος,επαρχιακός
καθολικός,κοσμοπολίτης,φιλελεύθερος,ανοιχτό,δεκτικός,ανεκτικός,Μεγάλο πνεύμα,αμερόληπτος,ακομμάτιστος,Στόχος
insulant => μονωτικό, insuitable => ακατάλληλος, insufflation => έμφυσηση, insufflate => εισπνέω, insufficiently => ανεπαρκώς,