Greek Meaning of insulating
μονωτικό
Other Greek words related to μονωτικό
Nearest Words of insulating
- insulating tape => Μονωτική ταινία
- insulation => Μόνωση
- insulator => Μόνωση
- insulin => ινσουλίνη
- insulin reaction => Αντίδραση στην ινσουλίνη
- insulin shock => Υπογλυκαιμικό κώμα
- insulin shock therapy => Θεραπεία με ηλεκτροσόκ και ινσουλίνη
- insulin shock treatment => Θεραπεία ινσουλινικής καταπληξίας
- insulin-dependent diabetes mellitus => Διαβήτης τύπου 1
- insulite => Μόνωση
Definitions and Meaning of insulating in English
insulating (p. pr. & vb. n.)
of Insulate
FAQs About the word insulating
μονωτικό
of Insulate
μονωτικός,διαχωρίζοντας,περιοριστικός,κόβοντας,φύλαξη,καραντίνα,Απομάκρυνση,συγκρατημένος,απομονώνοντας,διαχωρίζοντας
συνδεόμενο,ολοκληρώνοντας,ένταξη,Αφομοίωση,Σύνδεση,αποσκορπισμός,εκφόρτωση,απελευθερωτικό,σύνδεση,επανένταξη
insulated => μονωμένος, insulate => Μονώνω, insulary => νησιωτικός, insularly => νησιωτικά, insularity => νησιωτικότητα,