Greek Meaning of quarantining

καραντίνα

Other Greek words related to καραντίνα

Definitions and Meaning of quarantining in English

Webster

quarantining (p. pr. & vb. n.)

of Quarantine

FAQs About the word quarantining

καραντίνα

of Quarantine

περιοριστικός,φυλάκιση,μονωτικός,φυλάκιση,Απομάκρυνση,συγκρατημένος,περιοριστικός,διαχωρίζοντας,διαχωρίζοντας,αφαίρεση

Αφομοίωση,Σύνδεση,συνδεόμενο,ένταξη,σύνδεση,συνένωση,εκφόρτωση,απελευθερωτικό,ολοκληρώνοντας,απελευθερωτικός

quarantined => σε καραντίνα, quar => Καρ, quaquaversal => πανταχόθεν, quaoar => Κουάορ, quantum theory => Κβαντική θεωρία,