Greek Meaning of secluding
απομονώνοντας
Other Greek words related to απομονώνοντας
Nearest Words of secluding
- seclusion => απομόνωση
- seclusive => απομονωμένος
- secobarbital => Σεκοβαρβιτάλη
- secobarbital sodium => Σεκοβαρβιτάλη νατριούχος
- seconal => σεκοβαρβιτάλη
- second advent => Δεύτερη Παρουσία
- second adventism => Δευτερη Παρουσια
- second adventist => Έβδομης ημέρας Adventist
- second balcony => Δεύτερος εξώστης
- second banana => Δεύτερη μπανάνα
Definitions and Meaning of secluding in English
secluding (p. pr. & vb. n.)
of Seclude
FAQs About the word secluding
απομονώνοντας
of Seclude
μονωτικός,διαχωρίζοντας,περιοριστικός,κόβοντας,μονωτικό,φύλαξη,Απομάκρυνση,συγκρατημένος,διαχωρίζοντας,αποθήκευση
συνδεόμενο,ολοκληρώνοντας,ένταξη,σύνδεση,συνένωση,Αφομοίωση,Σύνδεση,αποσκορπισμός,εκφόρτωση,απελευθερωτικό
secluded => απομονωμένος, seclude => απομονώνω, secle => αιώνας, seckel pear => Αχλάδι Seckel, seckel => σέκελ,