Greek Meaning of desegregating
αποσκορπισμός
Other Greek words related to αποσκορπισμός
Nearest Words of desegregating
- desecrations => βεβηλώσεις
- descriptions => περιγραφές
- descries => διακρίνει
- descrambling => Αποκρυπτογράφηση
- descrambled => αποκρυπτογραφημένο
- descramble => αποκρυπτογραφώ
- descents => καταβάσεις
- descends (on or upon) => κατεβαίνει (σε ή πάνω)
- descending (on or upon) => καθοδικός (σε ή επί)
- descendents => απόγονοι
Definitions and Meaning of desegregating in English
desegregating
to end by law the isolation of members of a particular race in separate units, to free from any law, provision, or practice requiring isolation of the members of a particular race in separate units, to become desegregated, to eliminate segregation in, to free of any law, provision, or practice requiring isolation of the members of a particular race in separate units
FAQs About the word desegregating
αποσκορπισμός
to end by law the isolation of members of a particular race in separate units, to free from any law, provision, or practice requiring isolation of the members o
συνδεόμενο,ολοκληρώνοντας,επανένταξη,Αφομοίωση,Σύνδεση,ένταξη,σύνδεση,συνένωση,εκφόρτωση,απελευθερωτικό
κόβοντας,μονωτικό,μονωτικός,διαχωρίζοντας,διαχωρίζοντας,αποθήκευση,περιοριστικός,κλείδωμα (πάνω),συγκρατημένος,περιοριστικός
desecrations => βεβηλώσεις, descriptions => περιγραφές, descries => διακρίνει, descrambling => Αποκρυπτογράφηση, descrambled => αποκρυπτογραφημένο,