FAQs About the word assimilating

Αφομοίωση

capable of taking (gas, light, or liquids) into a solutionof Assimilate

σύγκριση,εξισώνοντας,αναλογίζοντας,συνδεόμενο,σύνδεση,σχετικός,υπαινικτικός,Σύνδεση,αγκύρωση,σύζευξη

αντιθετικός

assimilated => αφομοιωμένος, assimilate => αφομοιωθεί, assimilable => αφομοιώσιμος, assimilability => αφομοιωσιμότητα, assignor => εκχωρητής,