FAQs About the word assimilator

αφομοιωτής

someone (especially a child) who learns (as from a teacher) or takes up knowledge or beliefs

συγκρίνω,εξισώνω,αναλογώ,αγκύλη,συνδέω,Αναφέρω,σχετίζεσθαι,Υπαινίσσομαι,συνεργάτης,Ζευγάρι

αντίθεση

assimilative => αφομοιωτικός, assimilation => αφομοίωση, assimilating => Αφομοίωση, assimilated => αφομοιωμένος, assimilate => αφομοιωθεί,