FAQs About the word bracketing

αγκύρωση

of Bracket, A series or group of brackets; brackets, collectively.

σύγκριση,εξισώνοντας,αναλογίζοντας,συνδεόμενο,σύνδεση,αναφερόμενο,υπαινικτικός,Αφομοίωση,Σύνδεση,σύζευξη

αντιθετικός

bracketed blenny => Σκόρπινα με παρένθεση, bracketed => Σε παρένθεση, bracket out => αγκύλες έξω, bracket fungus => Μύκητες τύπου ραφιού, bracket creep => Φορολογική κύλιση,