Greek Meaning of bracketing
αγκύρωση
Other Greek words related to αγκύρωση
Nearest Words of bracketing
Definitions and Meaning of bracketing in English
bracketing (p. pr. & vb. n.)
of Bracket
bracketing (n.)
A series or group of brackets; brackets, collectively.
FAQs About the word bracketing
αγκύρωση
of Bracket, A series or group of brackets; brackets, collectively.
σύγκριση,εξισώνοντας,αναλογίζοντας,συνδεόμενο,σύνδεση,αναφερόμενο,υπαινικτικός,Αφομοίωση,Σύνδεση,σύζευξη
αντιθετικός
bracketed blenny => Σκόρπινα με παρένθεση, bracketed => Σε παρένθεση, bracket out => αγκύλες έξω, bracket fungus => Μύκητες τύπου ραφιού, bracket creep => Φορολογική κύλιση,