Greek Meaning of brackishness
υφάλμυρο
Other Greek words related to υφάλμυρο
- φρικτός
- κακός
- Ανιαρός
- απεχθής
- Βρόμικος
- φρικτός
- αποκρουστικός
- βρώμικο
- απωθητικός
- ανορεκτικός
- δυσάρεστο στη γεύση
- δυσάρεστος
- αηδιαστικός
- αηδιαστικό
- αποτρόπαιος
- Άγευστος
- φάουλ
- άνοστος
- ναυτία
- δυσώδης
- αποκρουστικός
- προσβλητικό
- απωθητικό
- απωθητικό
- αποκρουστικός
- αποκρουστικός
- συγκλονιστικό
- αποκρουστικός
- άνοστος
- επίπεδος
- Άγευστος
Nearest Words of brackishness
Definitions and Meaning of brackishness in English
brackishness (n)
the quality of being salty, as the saltiness of water
brackishness (n.)
The quality or state of being brackish, or somewhat salt.
FAQs About the word brackishness
υφάλμυρο
the quality of being salty, as the saltiness of waterThe quality or state of being brackish, or somewhat salt.
φρικτός,κακός,Ανιαρός,απεχθής,Βρόμικος,φρικτός,αποκρουστικός,βρώμικο,απωθητικός,ανορεκτικός
ορεκτικός,ελκυστικός,νόστιμος,νόστιμος,νόστιμο,αλμυρός,νόστιμο,νόστιμο,ελκυστικός,Νόστιμο
brackish => υφάλμυρος, bracketing => αγκύρωση, bracketed blenny => Σκόρπινα με παρένθεση, bracketed => Σε παρένθεση, bracket out => αγκύλες έξω,