Greek Meaning of yucky

αηδιαστικός

Other Greek words related to αηδιαστικός

Definitions and Meaning of yucky in English

Wordnet

yucky (s)

highly offensive; arousing aversion or disgust

FAQs About the word yucky

αηδιαστικός

highly offensive; arousing aversion or disgust

κακός,Ανιαρός,απεχθής,Βρόμικος,φρικτός,αποκρουστικός,αποκρουστικός,ανορεκτικός,δυσάρεστο στη γεύση,αποτρόπαιος

ορεκτικός,νόστιμος,νόστιμος,νόστιμο,αλμυρός,νόστιμο,νόστιμο,ελκυστικός,ελκυστικός,Νόστιμο

yuck => ουάι, yucca whipplei => Yucca whipplei, yucca smalliana => γιούκα σμαλιανά, yucca gloriosa => Υούκα η ένδοξη, yucca filamentosa => Γιούκα το νηματοειδές,