Greek Meaning of sickening

αποκρουστικός

Other Greek words related to αποκρουστικός

Definitions and Meaning of sickening in English

Wordnet

sickening (s)

causing or able to cause nausea

Webster

sickening (p. pr. & vb. n.)

of Sicken

Webster

sickening (a.)

Causing sickness; specif., causing surfeit or disgust; nauseating.

FAQs About the word sickening

αποκρουστικός

causing or able to cause nauseaof Sicken, Causing sickness; specif., causing surfeit or disgust; nauseating.

φρικτός,φοβερός,αποτρόπαιος,φρικτός,αποκρουστικός,άσεμνος,προσβλητικό,συγκλονιστικό,αποτρόπαιος,αποτρόπαιος

αποδεκτός,ευχάριστος,γοητευτικός,ελκυστικός,ελκυστικός,φιλικός,αγαπητέ,νόστιμος,απολαυστικό,επιθυμητός

sickened => άρρωστος, sicken => αρρωσταίνω, sick-brained => Αρρώστης στο μυαλό, sickbed => Άρρωστο κρεβάτι, sickbay => νοσοκομείο,