Greek Meaning of sickle cell
δρεπανοκυτταρική αναιμία
Other Greek words related to δρεπανοκυτταρική αναιμία
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of sickle cell
- sickle feather => Δρεπανοειδές πτερύγιο
- sickle lucerne => αδράχνη το δρεπανοειδές
- sickle medick => τρίφυλλι δρεπάνι
- sicklebill => δρεπανογλώσσα
- sickle-cell anaemia => Δρεπανοκυτταρική αναιμία
- sickle-cell anemia => Δρεπανοκυτταρική αναιμία
- sickle-cell disease => Δρεπανοκυτταρική νόσος
- sickled => δρεπανοειδής
- sickleman => δρεπανοκυτταρικός ασθενής
- sicklemen => Δρεπανηφόροι
Definitions and Meaning of sickle cell in English
sickle cell (n)
an abnormal red blood cell that has a crescent shape and an abnormal form of hemoglobin
FAQs About the word sickle cell
δρεπανοκυτταρική αναιμία
an abnormal red blood cell that has a crescent shape and an abnormal form of hemoglobin
No synonyms found.
No antonyms found.
sickle alfalfa => Τριφύλλι, sickle => δρεπάνι, sickish => Άρρωστος, sickerness => Ασθένεια, sickerly => πιο άρρωστος,