FAQs About the word sickleman

δρεπανοκυτταρικός ασθενής

One who uses a sickle; a reaper.

No synonyms found.

No antonyms found.

sickled => δρεπανοειδής, sickle-cell disease => Δρεπανοκυτταρική νόσος, sickle-cell anemia => Δρεπανοκυτταρική αναιμία, sickle-cell anaemia => Δρεπανοκυτταρική αναιμία, sicklebill => δρεπανογλώσσα,