Greek Meaning of luscious
νόστιμο
Other Greek words related to νόστιμο
- κοινότοπος
- βαρετό
- συνηθισμένος
- απεχθής
- επίπεδος
- άνοστος
- μπαγιάτικος
- άνοστος
- κουραστικό
- ανορεκτικός
- δυσάρεστο στη γεύση
- δυσάρεστος
- φρικτός
- Άγευστος
- φρικτός
- δυσώδης
- επιβλαβής
- απωθητικός
- βρωμερός
- βρωμερός
- δυσάρεστος
- ανθυγιεινό
- αηδιαστικός
- αηδιαστικό
- αποτρόπαιος
- αποτρόπαιος
- δυσάρεστος
- φάουλ
- ναυτία
- προσβλητικό
- απωθητικό
- αποκρουστικός
- αποκρουστικός
Nearest Words of luscious
Definitions and Meaning of luscious in English
luscious (s)
having strong sexual appeal
extremely pleasing to the sense of taste
luscious (a.)
Sweet; delicious; very grateful to the taste; toothsome; excessively sweet or rich.
Cloying; fulsome.
Gratifying a depraved sense; obscene.
FAQs About the word luscious
νόστιμο
having strong sexual appeal, extremely pleasing to the sense of tasteSweet; delicious; very grateful to the taste; toothsome; excessively sweet or rich., Cloyin
νόστιμος,αμβροσιακό,ορεκτικός,χαριτωμένος,απολαυστικό,βρώσιμο,νόστιμος,νόστιμο,ουράνιος,πλούσιος
κοινότοπος,βαρετό,συνηθισμένος,απεχθής,επίπεδος,άνοστος,μπαγιάτικος,άνοστος,κουραστικό,ανορεκτικός
luscinia megarhynchos => αηδόνι, luscinia luscinia => Αηδόνι, luscinia => αηδόνι, luschka's tonsil => Αμυγδαλή του Luschka., lusatian => Λουσατιανική,