Greek Meaning of toothy

οδοντωτός

Other Greek words related to οδοντωτός

Definitions and Meaning of toothy in English

Wordnet

toothy (s)

having or showing prominent teeth

Webster

toothy (a.)

Toothed; with teeth.

FAQs About the word toothy

οδοντωτός

having or showing prominent teethToothed; with teeth.

νόστιμος,βρώσιμο,Γεύση,ορεκτικός,χαριτωμένος,απολαυστικό,νόστιμος,νόστιμο,ουράνιος,νόστιμο

κοινότοπος,βαρετό,συνηθισμένος,απεχθής,επίπεδος,άνοστος,μπαγιάτικος,άνοστος,κουραστικό,ανορεκτικός

toothwort => Πνευμονόχορτο, toothsomeness => Γεύση, toothsome => νόστιμος, toothshell => Οδοντοθήκαι, toothpowder => Οδοντόσκονη,