Greek Meaning of toothy
οδοντωτός
Other Greek words related to οδοντωτός
- νόστιμος
- βρώσιμο
- Γεύση
- ορεκτικός
- χαριτωμένος
- απολαυστικό
- νόστιμος
- νόστιμο
- ουράνιος
- νόστιμο
- πλούσιος
- νόστιμος
- νόστιμο
- αλμυρός
- Νόστιμο
- Παχύφυτο
- νόστιμο
- νόστιμος
- νόστιμο
- Νόστιμο
- ευχάριστος
- αμβροσιακό
- επιλογή
- λεπτός
- Ευπεπτό
- βρώσιμος
- εξαίσιος
- ικανοποιητικός
- ευχάριστος
- ευχάριστος
- σπάνιος
- ικανοποιητικό
- Νόστιμο
- κοινότοπος
- βαρετό
- συνηθισμένος
- απεχθής
- επίπεδος
- άνοστος
- μπαγιάτικος
- άνοστος
- κουραστικό
- ανορεκτικός
- δυσάρεστο στη γεύση
- δυσάρεστος
- δυσάρεστος
- Άγευστος
- δυσώδης
- επιβλαβής
- απωθητικός
- βρωμερός
- βρωμερός
- δυσάρεστος
- ανθυγιεινό
- αηδιαστικός
- αηδιαστικό
- αποτρόπαιος
- αποτρόπαιος
- φρικτός
- φάουλ
- φρικτός
- ναυτία
- προσβλητικό
- απωθητικό
- απωθητικό
- αποκρουστικός
- αποκρουστικός
Nearest Words of toothy
Definitions and Meaning of toothy in English
toothy (s)
having or showing prominent teeth
toothy (a.)
Toothed; with teeth.
FAQs About the word toothy
οδοντωτός
having or showing prominent teethToothed; with teeth.
νόστιμος,βρώσιμο,Γεύση,ορεκτικός,χαριτωμένος,απολαυστικό,νόστιμος,νόστιμο,ουράνιος,νόστιμο
κοινότοπος,βαρετό,συνηθισμένος,απεχθής,επίπεδος,άνοστος,μπαγιάτικος,άνοστος,κουραστικό,ανορεκτικός
toothwort => Πνευμονόχορτο, toothsomeness => Γεύση, toothsome => νόστιμος, toothshell => Οδοντοθήκαι, toothpowder => Οδοντόσκονη,