Greek Meaning of banal
κοινότοπος
Other Greek words related to κοινότοπος
- Ανιαρός
- βαρετό
- βαρετό
- άνοστος
- κουραστικός
- μονότονο
- Θλιβερός
- ξηρός
- επίπεδος
- βαρύς
- βαρετός
- ανόητος
- ακίνδυνος
- άψυχο
- μονότονος
- ντελικάτος
- συνηθισμένος
- πεζός
- ήρεμος
- κουραστικό
- κουραστικός
- Ανιαρός
- αναπνευστικός
- ανιαρό
- αχάριστος
- αδιάφορος
- Υδαρής
- Αδύναμος
- Κουραστικό
- κουρασμένος
- κουραστικό
- αμφίθυμος
- γαλακτώδες
- κοινός
- συνηθισμένος
- ακίνδυνος
- χορτάτος
- μολυβένιος
- ήπιος
- βαρύς
- μαλακός
- μπαγιάτικος
- εξημερώνω
- μέτριος
Nearest Words of banal
- banalities => κοινοτυπίες
- banality => κοινοτοπία
- banana => μπανάνα
- banana boat => Μπανάνα μποτ
- banana bread => Μπανάνα ψωμί
- banana family => Οικογένεια μπανάνας
- banana oil => Έλαιο μπανάνας
- banana passion fruit => Μπανάνα με φρούτο του πάθους
- banana peel => Φλούδα μπανάνας
- banana quit => μπανανόκληφτης
Definitions and Meaning of banal in English
banal (s)
repeated too often; overfamiliar through overuse
banal (a.)
Commonplace; trivial; hackneyed; trite.
FAQs About the word banal
κοινότοπος
repeated too often; overfamiliar through overuseCommonplace; trivial; hackneyed; trite.
Ανιαρός,βαρετό,βαρετό,άνοστος,κουραστικός,μονότονο,Θλιβερός,ξηρός,επίπεδος,βαρύς
πικάντικος,συγκινητικός,καυστικός,πικάντικο,πικάντικο,ουσιαστικός,Διασκεδαστικό,συναρπαστικός,εμπνευσμένος,κρεατώδης
ban => απαγόρευση, bambuseae => Bambuseau, bambusa vulgaris => Bambusa vulgaris, bambusa => μπαμπού, bamboozling => παραπλανητικός,