Greek Meaning of thrilling

συναρπαστικός

Other Greek words related to συναρπαστικός

Definitions and Meaning of thrilling in English

Wordnet

thrilling (s)

causing a surge of emotion or excitement

causing quivering or shivering as by cold or fear or electric shock

Webster

thrilling (p. pr. & vb. n.)

of Thrill

Webster

thrilling (a.)

Causing a thrill; causing tremulous excitement; deeply moving; as, a thrilling romance.

FAQs About the word thrilling

συναρπαστικός

causing a surge of emotion or excitement, causing quivering or shivering as by cold or fear or electric shockof Thrill, Causing a thrill; causing tremulous exci

συναρπαστικός,συναρπαστικός,ενδιαφέρον,συναρπαστικό,Ηλεκτρικός,ηλεκτριστικό,exhilarating,συναρπαστικός,γαλβανικός,γαλβανισμός

βαρετό,βαρετό,κουραστικό,κουραστικός,Ανιαρός,Θλιβερός,βαρετός,μονότονος,ανιαρό,ναρκωτικός

thrillful => συναρπαστικό, thriller => θρίλερ, thrilled => ενθουσιασμένος, thrillant => συναρπαστικό, thrill => Συναρπαστικό,