Greek Meaning of thriftshop
Κατάστημα μεταχειρισμένων εμπορευμάτων
Other Greek words related to Κατάστημα μεταχειρισμένων εμπορευμάτων
Nearest Words of thriftshop
Definitions and Meaning of thriftshop in English
thriftshop (n)
a shop that sells secondhand goods at reduced prices
FAQs About the word thriftshop
Κατάστημα μεταχειρισμένων εμπορευμάτων
a shop that sells secondhand goods at reduced prices
μπουτίκ,Αλυσίδα καταστημάτων,Πολυκατάστημα,Σούπερ μάρκετ,Ανταλλαγή,Πολυκατάστημα,παζάρι,μεγάλο κουτί,Κατάστημα,φτηνιάρικο κατάστημα
No antonyms found.
thriftlessness => σπατάλη, thriftlessly => σπάταλα, thriftless => σπάταλος, thriftiness => οικονομία, thriftily => οικονομικά,